- στιλβεστρόλη
- η, Ν(βιοχ.) βλ. στιλβοιστρόλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλβοιστρόλη — και στιλβεστρόλη, η, Ν κοινή ονομασία τού συνθετικού οιστρογόνου διϋδροξυ διαιθυλοστιλβενίου, τού οποίου η φυσιολογική δράση είναι ανάλογη προς εκείνη τών φυσικών οιστρογόνων, παρά την έλλειψη δομικής σχέσης μεταξύ τών δύο αυτών ομάδων χημικών… … Dictionary of Greek